Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μετὰ Βοιωτῶν

См. также в других словарях:

  • Βοιωτών, Κοινό των- — Ένωση των βοιωτικών πόλεων στην αρχαιότητα. Κατά τον Θουκυδίδη, εξήντα χρόνια μετά την πτώση της Τροίας, οι Θεσσαλοί που κατοίκησαν τη Βοιωτία αποτέλεσαν όλοι μαζί μία συμπολιτεία από 14 πόλεις με την ονομασία Βοιωτικό Kοινόν, όπου τον ηγετικό… …   Dictionary of Greek

  • Κοινόν — Πολιτειακές ενώσεις στην αρχαία Ελλάδα. Αυτές αποτελούνταν αρχικά από πολλές πόλεις της ίδιας φυλής ή, αργότερα, και από ξένες πόλεις, που η καθεμία διατηρούσε συνήθως την αυτονομία της, είχε τη δική της νομοθεσία, έκοβε δικά της νομίσματα, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Βοιωτία — Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Στερεάς Ελλάδας, που τα όριά της συμπίπτουν σχεδόν με τον σημερινό νομό Β. (βλ. λ.), ενώ ένα μικρό τμήμα της στα ανατολικά περιλαμβάνεται στον νομό Ευβοίας (βλ. λ.). Γεωλογική ιστορία. Η Β. βρίσκεται σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… …   Dictionary of Greek

  • Φθιώτιδας, νομός — Νομός (4.441 τ. χλμ., 178.771 κατ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Μαγνησίας, Λάρισας και Καρδίτσας, στα Ν με τους νομούς Βοιωτίας, Φωκίδας και Αιτωλοακαρνανίας, στα Δ με τον νομό Ευρυτανίας, ενώ στα Α βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • Ωρωπός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 784 κάτ.), στην επαρχία Αττικής του νομού ανατολικής Αττικής. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (12 τ. χλμ., 924 κάτ.), στην οποία υπάγονται ο Κάμπος Ωρωπού (37 κάτ.) και τα Πλατάνια Ωρωπού… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπίδας — I (περ. 420 π.Χ. – 364 π.Χ.). Θηβαίος πολιτικός και στρατηγός, γιος του Ιπποκλή (ενός από τους πλουσιότερους Θηβαίους της εποχής) και φίλος του Επαμεινώνδα. Μετά την κατάληψη της Καδμείας (ακρόπολης των Θηβών) από τους Σπαρτιάτες (382 π.Χ.)… …   Dictionary of Greek

  • ιππίας — I (; – 490 π.Χ.). Τύραννος της Αθήνας (528 510). Ήταν γιος του τυράννου της Αθήνας Πεισίστρατου. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Ι. συγκυβέρνησε με τον αδελφό του, Ίππαρχο, από το 527 έως το 514 π.Χ. σε μία από τις λαμπρότερες περιόδους της… …   Dictionary of Greek

  • οινεών — Παραλιακή πόλη των Οζολών Λοκρών, δυτικά της σημερινής Ναυπάκτου. Ο Δημοσθένης την είχε χρησιμοποιήσει για ορμητήριο στην εκστρατεία του εναντίον των Βοιωτών (Θουκυδίδη Ιστορία, Γ’ 95). Μετά την αποτυχία του Δημοσθένη στην Αιτωλία, την πόλη… …   Dictionary of Greek

  • Αίατος — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Θεσσαλών, που λέγονταν τότε Εφυραίοι και προέρχονταν από τη Θεσπρωτία της Ηπείρου. Με επικεφαλής τον Α. έδιωξαν τους Βοιωτούς από τη Θεσσαλία προς την περιοχή, τη μετέπειτα γνωστή ως Βοιωτία. Ο Α., γιος του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»